- ολοπράσινος
- -η, -ο (ΑΜ ὁλοπράσινος, -ίνη, -ον)εντελώς πράσινος, καταπράσινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁλοπράσινον — ὁλοπράσινος all green masc acc sg ὁλοπράσινος all green neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek